Ένας επιχειρηματίας ανθοπώλης εδώ και 42 χρόνια, ένα ζευγάρι εστιάτορες επί 25 έτη και ένας ιδιοκτήτης καφετέριας από το 1977, όλοι τους επιτυχημένοι στο επάγγελμα που ακολούθησαν, καταλήγουν στον ίδιο παρονομαστή «δουλειά, δουλειά, δουλειά».
ΝΤΕΠΥ ΧΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ (hiotopoulou@gmail.com)
Πολιτεία της Νέας Υόρκης, μία από τις πενήντα (50) των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής (ΗΠΑ), με πληθυσμό περί τα 20 εκατ., σύμφωνα με την απογραφή του 2020.
Η πόλη της Νέας Υόρκης έχει πληθυσμό πάνω από 8 εκατ., σε μια έκταση μόλις 780 τετρ. χλμ., και αποτελεί τη μεγαλύτερη σε πληθυσμό και την πιο πυκνοκατοικημένη πόλη των ΗΠΑ και έναν από τους πιο πυκνοκατοικημένους αστικούς οικισμούς στον κόσμο. Αποτελείται από πέντε δήμους: Μπρούκλιν, Κουίνς, Μανχάταν, Μπρονξ και Στάτεν Άιλαντ.
Το Κουίνς (Queens) είναι το μεγαλύτερο σε έκταση διαμέρισμα της Νέας Υόρκης, με πληθυσμό 2.405.000 κατοίκων περίπου και έκταση 282 τ.χλμ. Ιδρύθηκε το 1683. Είναι ο ανατολικότερος από τους πέντε δήμους της πόλης της Νέας Υόρκης. Στο Κουίνς βρίσκονται και τα δυο μεγάλα αεροδρόμια της Νέας Υόρκης, το Λα Γκουάρντια και το Τζον Κένεντι.
Στο Κουίνς βρίσκεται και η συνοικία Αστόρια (Astoria) η οποία είναι γνωστή για τον ελληνικό της χαρακτήρα και τη μεγάλη κοινότητα Ελλήνων ομογενών, οι οποίοι μετανάστευσαν τη δεκαετία του ’60. Ωστόσο, αρχικά εγκαταστάθηκαν Ολλανδοί και Γερμανοί μετανάστες ενώ αρχές δεκαετίας του ’20 έφτασε και μεγάλο κύμα Ιρλανδών μεταναστών. Από το 1990 και μετά η Αστόρια έχει μετατραπεί σε μια πολυπολιτισμική συνοικία.
Μπουτίκ λουλουδιών από το 1982
Ο Κ.Ζ. Έλληνας ομογενής από την Αργυρούπολη Αττικής γεννήθηκε στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης πριν 55 χρόνια, και εδώ και 42 έτη, από το 1982, διατηρεί στην Αστόρια, μπουτίκ λουλουδιών, κοινώς ανθοπωλείο (Off Broadway Floral Events, επί της οδού 31 str., στο νούμερο 3204, Long Island city).
Όλη η ζωή του Έλληνα ομογενή επιχειρηματία εξελίσσεται στην Αμερική, ο οποίος έχει καταφέρει όλα αυτά τα χρόνια, με πολύ δουλειά, να διατηρεί την επιχείρηση του ανθοπωλείου και παράλληλα να αποκτήσει και ακίνητα, τα οποία τα ενοικιάζει.
«Η ζωή εδώ είναι πολύ δύσκολη, χρειάζεται πολύ δουλειά, από το πρωί μέχρι το βράδυ δουλεύουμε, τα ενοίκια είναι πολύ ακριβά, η ζωή είναι απαιτητική , διότι είναι πολύ ακριβά όλα» λέει στο debbistravel.gr ο Κ.Ζ. που θέλησε να διατηρήσει τα αρχικά του για τις ανάγκες του ρεπορτάζ μας.
Ο ίδιος ζει στην Αστόρια με την οικογένειά του, τα παιδιά του πηγαίνουν στο κολέγιο, «και αυτό είναι πανάκριβο, και αν θέλεις καλή εκπαίδευση πρέπει να στέλνεις τα παιδιά σε ιδιωτικό σχολείο» προσθέτει.
Όπως μας εξηγεί η Αμερική είναι μια χώρα που σου δίνει ευκαιρίες, πολύ περισσότερο τα παλαιότερα χρόνια, πολύ λιγότερο τώρα. «Για να ανταποκριθείς και να κάνεις κάτι παραπάνω, πρέπει να δουλέψεις πολύ, όμως σου δίνεται η ευκαιρία. Παρ’ όλα αυτά, όσο περνούν τα χρόνια σου δίνονται λιγότερες ευκαιρίες» εξηγεί λέγοντας πως αυτό ισχύει περίπου τα τελευταία 20 χρόνια.
Ρωτάω για το πόσοι περίπου Έλληνες ζουν στην Αστόρια. Όπως μου λέει, παλαιότερα η ελληνική κοινότητα ήταν πολύ μεγαλύτερη. Πλέον, έχουν μετακινηθεί σε άλλα μέρη της Νέας Υόρκης όπως είναι το Whitestone, το Bayside Long Island, «συνοικίες πιο ήσυχες, όπως λέμε τα βόρεια προάστεια στην Ελλάδα. Αλλά δεν προσφέρουν αυτό που προσφέρει η Αστόρια, εδώ έχεις τα πάντα στα πόδια σου, η Αστόρια προσφέρει τα καφενεία, τα εστιατόρια, προσφέρει στο ότι θα μένεις σ’ ένα ήσυχο στενό δρόμο και θα βγεις στη λεωφόρο και θα έχεις ό,τι θέλεις» εξηγεί ο Έλληνας ομογενής επιχειρηματίας.
Ο λόγος που έχουν μετακινηθεί οι Έλληνες σε άλλες περιοχές της Νέας Υόρκης, είναι ότι, κυρίως μετά την 9η Σεπτεμβρίου 2001, πολύς κόσμος μετακόμισε από το Μανχάταν στην Αστόρια, με αποτέλεσμα η περιοχή να έχει ακριβύνει πάρα πολύ.
«Η Αστόρια έχει γίνει σαν το Μανχάταν, πολύς κόσμος μετακόμισε από εκεί εδώ. Η Αστόρια προσφέρει ότι και το Μανχάταν, τα καλά εστιατόρια, τα σούπερ μάρκετ, τα καφέ, όμως τα ενοίκια είναι χαμηλότερα, και σε πολύ λίγο χρόνο, σε 10 – 15 λεπτά, με το τρένο -το subway- φτάνεις στο Μανχάταν» υπογραμμίζει.
Όπως εξηγεί, το να νοικιάσει κανείς ένα διαμέρισμα με μια κρεβατοκάμαρα, ένα σαλονάκι, μια κουζίνα, ένα μπάνιο, μόνο για το ενοίκιο είναι στα 2.500 – 3.000 δολάρια το μήνα. Ένας υπάλληλος, κατά μέσο όρο, αμείβεται μεταξύ 15-20 δολάρια την ώρα, χρήματα τα οποία «δεν είναι λίγα αλλά δεν είναι και πολλά».
Ο Κ.Ζ. όπως μου είπε, στα ακίνητα που ενοικιάζει, δεν βάζει Έλληνες. Γιατί; «Γιατί, ο Έλληνας θα στο ρίξει στο φιλότιμο, θα σου πει, θα καθυστερήσω αυτόν το μήνα».
Η οικογένεια του Κ.Ζ. διατηρούν το ελληνικό στοιχείο, τη γλώσσα, τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα, τα ελληνικά φαγητά. «Μου αρέσει η Ελλάδα, αλλά μόνο για διακοπές. Είμαι ευχαριστημένος να κάνω αυτό που κάνω εδώ. Δεν βλέπω τον εαυτό μου να μπορώ να ζήσω στην Ελλάδα» λέει ο Έλληνας ομογενής. Όσο για τους καλύτερους πελάτες του στην μπουτίκ των λουλουδιών, είναι οι Αμερικάνοι ομοφυλόφιλοι.
Ο ίδιος κρούει τον κώδωνα του κινδύνου σ’ ότι αφορά το κύμα μεταναστών που έχει εισέλθει στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, και όχι μόνο, ενώ γενικότερα για τις εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο δηλώνει «Είναι μια ώρα δύσκολη για όλον τον κόσμο, χρειάζεται προσοχή και να δούμε τι θα γίνει» και ταυτόχρονα εύχεται με τις νέες εκλογές να αλλάξουν τα πράγματα.
Κάθε μέρα ελληνικά φαγητά
«Bahari estiatorio» γράφει η πινακίδα επί της οδού 31-14 Broadway, στην Αστόρια. Ανοίγω την πόρτα, εισέρχομαι στο εσωτερικό του εστιατορίου και ρωτώ για την Άννα. Η Άννα, εκείνη την ώρα, ήταν στο ταμείο, και ταυτόχρονα στο τηλέφωνο, όπου έπαιρναν για να δώσουν παραγγελία. Ήταν μεσημέρι, και εκτός από τη σάλα που γέμιζε, τα τηλέφωνα χτυπούσαν το ένα μετά το άλλο.
«Είναι δύσκολη ώρα να σας μιλήσω, βλέπετε είναι μεσημέρι, ώρα φαγητού» μου απάντησε η Ελληνίδα ομογενείς που ‘τρέχει’ το εστιατόριο «Bahari» μαζί με τον άντρα της Θανάση Κομματά αλλά και όλη την ομάδα του εστιατορίου.
Ο σύζυγος με καταγωγή από την Ορεινή Ναυπακτία, πήγε στην Αμερική, έφυγε, ξαναγύρισε και εδώ και 25 χρόνια διατηρεί μαζί με την Άννα, η οποία έχει καταγωγή από τη Γουμένισσα Κιλκίς, το εστιατόριο.
«Και εγώ από τη Θεσσαλονίκη, είμαι κυρία Άννα» της είπα. Αυτή η λέξη, η «Θεσσαλονίκη» μας έφερε πιο… κοντά! «Είναι όμορφη πόλη η Θεσσαλονίκη, όμως συμβαίνει ένα περίεργο πράγμα, θα μπορούσε να είναι η μητρόπολη των Βαλκανίων, δεν την αφήνουν, δεν ξέρω» μου είπε η Άννα επισημαίνοντας πως στην τελευταία της επίσκεψη βρήκε τους ανθρώπους πιο ευγενικούς, ακόμη και στα ταξί, στο αεροδρόμιο. «Παλιά, όμως η Θεσσαλονίκη ήταν πιο ανθρώπινη» πρόσθεσε.
Ένα μεγάλο και γευστικότατο παστίτσιο
«Μιχάλη, βάλε μου μια γεμιστά για εδώ, και μια μακαρονάδα πακέτο» είπε στον Μιχάλη τον σερβιτόρο με καταγωγή από Κύπρο, ένας Έλληνας πελάτης τους.
«Λοιπόν, Ντέπυ, ξέρεις τι θα κάνουμε, είναι μεσημέρι, θα καθίσεις να φας κάτι, και μετά συνέχισε το πρόγραμμά σου» μου είπε η Άννα, με τέτοιο τρόπο, που δεν χωρούσε άρνηση. «Παρήγγειλε ό,τι θέλεις, ό,τι τραβάει η όρεξή σου, ψαράκι, κρέας, μαγειρευτά, λαδερά» μου είπε.
Ξαφνικά τα ήθελα όλα, έβλεπα τα φαγητά στη βιτρίνα, και τα ήθελα όλα. «Ένα παστίτσιο θα ήθελα» είπα στους μαγείρους. Κάθισα στη σάλα του εστιατορίου, ανάμεσα σε Αμερικάνους, Ασιάτες και κάνα δυο Έλληνες. Ήταν τόσο μεγάλο το κομμάτι, που το πήρα και πακέτο. Πολύ το ευχαριστήθηκα.
Το «Bahari estiatorio» λειτουργεί καθημερινά από τις 12 το μεσημέρι μέχρι τις 11 το βράδυ, ενώ τα Σ/Κ μένει μέχρι τα μεσάνυχτα. Διαθέτει και delivery.
«Εδώ είμαστε μια ομάδα, η ομάδα το ‘τρέχει’, μόνος σου τίποτα δεν κάνεις» μου είπε η Άννα προσθέτοντας «είναι δύσκολη η ζωή, δεν είναι το ίδιο όπως παλιά, και ειδικά μετά τον κορωνοϊό έχει αλλάξει. Στην Ελλάδα έχεις την πολυτέλεια να έχεις καλύτερη ζωή, τα έχεις όλα δίπλα σου, τη θάλασσα, τους φίλους, εδώ είναι περισσότερο δουλειά, δουλειά και δουλειά.».
Καφέ και παραδοσιακά γλυκά από το 1977
Σαράντα επτά χρόνια διατηρεί το καφέ Omonia το οποίο βρίσκεται γωνία 32-20 Broadway, Astoria, λίγα βήματα πιο κάτω από το Bahari estiatorio.
Εκεί συνάντησα τον κ. Γιάννη Αρβανίτη με καταγωγή από Λευκάδα. Ζει στην Αμερική από το 1974, ήταν 19 χρονών όταν πήγε να δει την αδελφή του που ζούσε εκεί με τον άντρα της και τα παιδιά της.
«Συνειδητοποίησα ότι αυτή η χώρα έχει μέλλον. Τα χρόνια εκείνα ήταν πολύ καλή η Αμερική, είχε δουλειές, τη σύγκρινα με την Ελλάδα και δεν είχε καμιά σχέση» μου λέει ο κ. Αρβανίτης συνεχίζοντας την ιστορία του «ήθελα να πάω σε καφετέρια και δεν υπήρχε, και λέω πως γίνεται τόσοι Έλληνες, τόσοι Ευρωπαίοι και δεν έχει καφετέρια. Δεν είχα όμως χρήματα, δούλεψα σκληρά, μάζεψα χρήματα και μετά από δυο χρόνια ξεκίνησα την Ομόνοια, τότε ήταν πολύ μικρό το μαγαζί, με 21.000 δολάρια ξεκίνησα την επιχείρηση το 1977».
Με τον καιρό και τα χρόνια, με πολύ δουλειά, ο Έλληνας ομογενής έβγαζε πολλά χρήματα, και παρέμεινε στην Αστόρια. Στην πορεία άνοιξε άλλα δυο καφέ Omonia, ένα στο Brooklyn και ένα στο Manhattan.
Αγόρασε και αρκετά ακίνητα – έχει τρία καφέ και 15 ακίνητα τα οποία τα ενοικιάζει, ως κατοικίες και επαγγελματικούς χώρους.
«Εδώ είναι business, δεν είναι για ζωή, αυτή η χώρα είναι για business, για να δημιουργείς, δεν είναι να πεις ‘πάω στην Αμερική να περάσω καλά’, δεν περνάς καλά, καλύτερα περνάς στην πατρίδα μας. Αλλά και να θέλουμε να ζήσουμε για πάντα τώρα στην Ελλάδα, δεν μπορούμε, τι να κάνουμε, να αφήσουμε τις δουλειές μας;» λέει ο κ. Αρβανίτης.
Όπως μας εξηγεί, «όταν δημιουργείς εδώ, δεν φεύγεις εύκολα, το ένα φέρνει το άλλο, τότε υπήρχε πρόσφορο έδαφος, τώρα δεν υπάρχει» αναφερόμενος στην ακρίβεια και φέρνοντας το παράδειγμα για την αγορά ενός σπιτιού που στοίχιζε 80.000 δολάρια, και τώρα έχει φτάσει το 1.200.000 δολάρια. «Ένα κτίριο που είχε 400.000 δολάρια, τώρα έχει 3 εκατ. δολάρια» συμπληρώνει.
Ακρίβυνε η Αστόρια
Το γεγονός ότι έχει ακριβύνει πολύ η Αστόρια, και έχει αναγκάσει πολλούς Έλληνες να μετακομίσουν σε άλλες περιοχές, το επιβεβαιώνει και ο κ. Αρβανίτης. Όπως μου εξήγησε, μετά την 9η Σεπτεμβρίου 2001, τα ενοίκια στην Αστόρια από 800 ανέβηκαν σε 1.500, 1.800, τώρα έχουν φτάσει και τα 3.000 δολάρια.
«Παλιά η Αστόρια ήταν γεμάτη από Έλληνες, τώρα οι Έλληνες έχουν πάει στα περίχωρα, έρχονται όμως εδώ» λέει ο κ. Αρβανίτης προσθέτοντας ωστόσο ότι γενικότερα υπάρχει κρίση και ανασφάλεια, και λόγω των πολιτικών καταστάσεων και λόγω του πολέμου, με αποτέλεσμα ο κόσμος να μην βγαίνει όσο συχνά έβγαινε.
Σχολιάζοντας τις επικείμενες αμερικανικές εκλογές, ο Έλληνας ομογενής επιχειρηματίας λέει «Περιμένουμε μετά τις εκλογές να αλλάξει η οικονομία. Δεν είμαστε καλά και εδώ, δεν είναι αυτά που ξέραμε, το βράδυ δεν κυκλοφορεί κόσμος, δεν υπάρχει μεσαία τάξη».