Για τον διατροφικό πολιτισμό, τα τοπικά προϊόντα και την κουζίνα των Κυκλάδων μίλησε ο συγγραφέας γαστρονομίας Γιώργος Πίττας, στο πλαίσιο του 15ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Αμοργού και 21ου συνεδρίου ΥΠΕΡΙΑ.
Της Ντέπυς Χιωτοπούλου (hiotopoulou@gmail.com)
«Το πορτρέτο της Κυκλαδικής Κουλτούρας μέσω της Τοπικής Γαστρονομίας» ήταν ο τίτλος της εισήγησης του συγγραφέα και ερευνητή γαστρονομίας Γιώργου Πίττα, η οποία και παρουσιάστηκε την Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2024, στο πλαίσιο του 15ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Αμοργού και 21ου συνεδρίου ΥΠΕΡΙΑ, που πραγματοποιήθηκε στην Αμοργό 14 – 19 Νοεμβρίου.
«Από εκθέσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού επιβεβαιώνεται συνεχώς ότι η γαστρονομία αποτελεί ένα από τα πιο δυναμικά τμήματα του διεθνούς τουρισμού, συμβάλλοντας αποφασιστικά στη διαμόρφωση του τουριστικού brand κάθε χώρας» ανέφερε ο κ. Πίττας κατά τη διάρκεια της εισήγησής του επισημαίνοντας ότι έρευνες αποδεικνύουν ότι η γαστρονομία είναι ένας από τους τρεις καθοριστικούς λόγους για τους οποίους ο ταξιδιώτης επιλέγει τον προορισμό του.
Η πολυτέλεια της αυθεντικότητας
Στο κοινό εκείνο που αναζητά βιωματικές εμπειρίες και την ‘πολυτέλεια’ της αυθεντικότητας στάθηκε ο κ. Πίττας εξηγώντας πως ως αντιστάθμισμα στη ραγδαία παγκοσμιοποίηση και στην πολιτισμική ομογενοποίηση, οι σύγχρονες κοινωνίες κάνουν μια έντονη στροφή προς την τοπικότητα, προς την επανερμηνεία του κόσμου της παράδοσης και των τοπικών πολιτισμών, προσβλέποντας στη δημιουργία ενός νέου συστήματος αξιών και μιας νέας πολιτιστικής ταυτότητας που αντλεί σοφία από το παρελθόν του τόπου.
«Στη λογική αυτή, πολλοί ταξιδιώτες επιθυμούν να ανακαλύψουν τη νέα πολυτέλεια (the new luxury) της αυθεντικότητας και αναζητούν μοναδικές εμπειρίες πίσω από τη λαμπερή εικόνα των τυποποιημένων τουριστικών θερέτρων, για να οδηγηθούν στην ουσία των πραγμάτων. Ταξιδιώτες που εκτιμούν τη διαφορετικότητα, ενδιαφέρονται να γνωρίσουν την κουλτούρα κάθε τόπου, αληθινούς ανθρώπους και αυθεντικές καταστάσεις» επισήμανε ο κ. Πίττας εξηγώντας πως γαστρονομία, εκτός από πολιτισμός της γεύσης, είναι το σύνολο των γνώσεων που αφορούν τον διατροφικό πολιτισμό κάθε τόπου.
Ο διατροφικός πολιτισμός στα Κυκλαδονήσια
Με έναν διατροφικό πολιτισμό που στηρίχθηκε από την προϊστορία –όπως φαίνεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα– στην ελιά, στα δημητριακά, στο αμπέλι, τη φάβα, τη συκιά και σε λογής-λογής αλιεύματα, τα Κυκλαδονήσια δέχτηκαν στη διάρκεια των αιώνων, πολλά νέα φυτά και προϊόντα από τις άκριες του Κόσμου, τα οποία εγκλιματίστηκαν στο κλίμα, στην κάψα του καλοκαιριού, στην αλμύρα της θάλασσας και στα άνυδρα χώματα των νησιών, πλούτισαν τις τοπικές κουζίνες και δημιούργησαν νέα γευστικά παντρέματα.
«Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι σε κάθε τόπο με τα ίδια περιορισμένα υλικά, παρασκευάστηκαν τόσα ξεχωριστά προϊόντα, με τις δικές τους ονομασίες, τρόπους παραγωγής και τόσο ιδιαίτερες γεύσεις» ανέφερε ο κ. Πίττας φέροντας ως κλασικό δείγμα ποικιλομορφίας τα δεκάδες τυριά των 24 κατοικημένων Κυκλάδων, όπου το καθένα με βάση το ντόπιο γάλα από πρόβατα, κατσίκια κυρίως, αλλά και αγελάδες, δημιούργησαν το ανθότυρο Ανάφης, το αρσενικό Νάξου, το βολάκι Άνδρου, τη γραβιέρα Νάξου, το καρίκι της Τήνου, το κεφαλίσιο σπηλιάς Μύλου, την κοπανιστή Κυκλάδων, τη μανούρα Σίφνου, το Σαν Μιχάλη Σύρου, το σκοτύρι Ίου, το σουρωτό Φολεγάνδρου, το τρίμα Κύθνου.
Η κουζίνα των Κυκλάδων
Αντίστοιχα, τo ίδιο συμβαίνει και με τοπικά φαγητά όπου κάθε Κυκλαδονήσι έχει και το δικό του ξεχωριστό έδεσμα-πρεσβευτή του τόπου του: στην Αμοργό έχουν το πατατάτο, στην Άνδρο τη φρουτάλια, στη Σίφνο το μαστέλο, στη Νάξο το ρόστο, στη Κίμωλο τη λαδένια, στην Πάρο τη ρεβιθάδα, στη Σαντορίνη τους ντοματοκεφτέδες, στη Μήλο τα πιταράκια, στην Κύθνο τα σφουγγάτα, στη Μύκονο την κρεμμυδόπιτα κ.λπ.
«Με δυο λόγια, η κουζίνα των Κυκλάδων είναι η κουζίνα της ολιγάρκειας και της ποικιλότητας. “Να αξιοποιείς το ελάχιστο για να του αποσπάς το μέγιστο είναι το δύσκολο και το πιο ελληνικό μυστικό” μας λέει ο Οδυσσέας Ελύτης, μια φράση που ταιριάζει απόλυτα στην Κυκλαδίτικη κουζίνα» επισήμανε ο Γιώργος Πίττας προσθέτοντας «Η κουζίνα των Κυκλάδων κοιτάζει, χαμογελώντας αυτάρεσκα, την επιστροφή των σύγχρονων τάσεων της γαστρονομίας σε κουζίνες όπου κυριαρχεί η τοπικότητα, η εποχικότητα, η αξιοποίηση όλων των υλικών (cucina povera, Zero miles, foraging), γιατί όλα αυτά τα γνωρίζει εδώ και αιώνες. Γιατί όλη η γαστρονομική της παράδοση στηρίχθηκε στη σοφία να μετατρέπει τη φτώχεια των υλικών της σε υπερηφάνεια και την ιδιαιτερότητα των τοπικών προϊόντων και αυθεντικών της γεύσεων σε γαστρονομικό θησαυρό.».
Τα νησιά του Αιγαίου
Κατά τη διάρκεια της παρουσίασής του ο κ. Πίττας στάθηκε στα χαρακτηριστικά των Κυκλάδων, τα οποία αποτελούν έναν γαλαξία κοινών και συνάμα ξεχωριστών κόσμων. «Η θάλασσα που τα περιβάλλει, τα χωρίζει αλλά είναι ταυτόχρονα και γέφυρα που τα ενώνει, οι άνεμοι που τα μαστιγώνουν, oι λιγοστές βροχές που τα ξεδιψούν, τα καλοκαιρινά μελτέμια που τα δροσίζουν, η κοινή μορφολογία της φύσης τους και η παρόμοια βλάστησή τους, οι σχεδόν ίδιες λίγο ως πολύ ιστορικές εμπειρίες που έζησαν, αλλά και η κοινή στάση των κατοίκων τους απέναντι στις δυσκολίες που αντιμετώπισαν, δημιούργησαν ένα ενιαίο πολιτισμικό σύνολο» ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Πίττας.
Ο ίδιος στάθηκε στους κοινούς τρόπους που έχουν τα Κυκλαδονήσια για να δαμάσουν τους αέρηδες ώστε να αλέσουν το στάρι τους, στον ίδιο μόχθο για να ημερέψουν τις άγριες βουνοπλαγιές και να τις μετατρέψουν σε γόνιμες καλλιεργήσιμες “πεζούλες”.
«Η παρόμοια οργάνωση των οικισμών τους και της κοινωνικής τους ζωής, δεν απέτρεψαν το κάθε ένα από αυτά να αναπτύξει τον δικό του πολιτισμό, την ξεχωριστή του προσωπικότητα και τη δική του ιδιαιτερότητα σε πολλούς τομείς και φυσικά στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κουζίνας του» υπογράμμισε ο συγγραφέας και ερευνητής της ελληνικής γαστρονομίας.